... τo κίτρινο λουλούδι των Κυθήρων που δε μαραίνεται ποτέ.

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018


Νύχτα Τσικνοπέμπτης...! 


….
Ντύθηκε ο παπα-Θανάσης και βγήκε στο δρόμο. Ξέχασε πως ήταν νύχτα Τσικνοπέμπτης. Δεν τον απασχολούσαν καθόλου οι μασκαράδες που έβλεπε γύρω του. Ένα μόνο τον απασχολούσε, να προλάβει να δώσει το «φάρμακο της αθανασίας» στην ετοιμοθάνατη.
Πήρε με δέος στα χέρια του το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και ξαναβγήκε στο δρόμο. Δεν κοιτούσε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Μόνο έτρεχε να προλάβει. Σε μια στροφή του δρόμου άκουσε γέλια και φωνές. Κάποιος φώναξε κοροϊδευτικά: 
«Την ευχή σου Δέσποτα!», μα δεν γύρισε να κοιτάξει.
Και τότε, δεν κατάλαβε πώς, βρέθηκε κυκλωμένος από μια παρέα μασκαράδων, που προσπαθούσαν να τον σταματήσουν.
- Συνάδελφε, πού πάμε;
Ένας νεαρός μασκαρεμένος σε παπά, με χνώτο που μύριζε ποτό, στεκόταν μπροστά του κρατώντας στο χέρι έναν σταυρό. Τα ’χασε ο παπα-Θανάσης και πριν προλάβει να πει τίποτα, δέχτηκε την επίθεση όλου του τσούρμου. Άλλος τον τραβούσε από τα ράσα κι άλλος του έβγαζε το καλυμμαύχι.
Ο παπα-Θανάσης έσφιξε στο στήθος του τ’ άχραντα Μυστήρια και προσπάθησε να τους μιλήσει, μα κανένας δεν άκουγε. Κάποιος τότε του τράβηξε τη γενειάδα και -σαν να τον κτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα- άρχισε να φωνάζει;
- Είναι αληθινός, ρε, είναι αληθινός!
Η παρέα κοκάλωσε στη θέση της κι ο παπα-Θανάσης, με το πρόσωπο μουσκεμένο από τον ιδρώτα της αγωνίας και τα δάκρυα τούς κοίταξε χωρίς να μιλά.
- Συγγνώμη, πάτερ! είπε εκείνος που του τράβηξε τη γενειάδα. Νομίζαμε πως ήσασταν ψεύτικος σαν κι αυτόν και...
- Σας είδαμε και τέτοια ώρα έξω και ήμασταν σίγουροι πώς ήσασταν μασκαρεμένος.
Συγχωρέστε μας! είπε ένας άλλος.
- Πάω να κοινωνήσω μια ετοιμοθάνατη, παιδιά μου. Ο θάνατος δεν έχει ώρες κατάλληλες και ακατάλληλες κι εγώ τρέχω να τον προλάβω. Και συ, παιδί μου, βγάλε τα ράσα τα τιμημένα. Μην αμαρτάνεις άλλο ρεζιλεύοντάς τα. Είναι πολύ ιερό το ράσο, για να μασκαρεύεσαι μ’ αυτό. Τραβάτε στα σπίτια σας, παιδιά μου, κι ο Θεός να σας συγχωρέσει.
Άνοιξε το βήμα του ο παπα-Θανάσης, για να κερδίσει το χαμένο χρόνο. Ήταν πικραμένος ως τα κατάβαθά του. Τόσο πολύ, λοιπόν, χάλασαν σι άνθρωποι, ώστε μασκαρεύονται και ιερείς;
- Πάτερ, Πάτερ!
Η φωνή που έφτασε στ' αυτιά του ήταν γεμάτη αγωνία. Σταμάτησε και περίμενε. Ένας νεαρός κατακόκκινος από την τρεχάλα και την ντροπή έφτασε κοντά του λαχανιασμένος.
- Πάτερ! Είμαι κείνος πού ντύθηκε παπάς. Το έκανα εντελώς απερίσκεπτα, πάτερ και... και θέλω να ’ρθω μαζί σας στο σπίτι της ετοιμοθάνατης. Δεν... δεν θέλω να σας πάρουν κι άλλοι για ψεύτικο...
Ο παπα-Θανάσης του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Στα χέρια του ο νεαρός κρατούσε το σταυρό που είχε μαζί του. Μπήκαν στό σπίτι τής ετοιμοθάνατης σιωπηλοί.
- Χαίρομαι, πάτερ, που βρήκατε και παπαδάκι και δεν ήρθατε μόνος, είπε ο άντρας που τον είχε καλέσει.
Ο νεαρός ξανακοκκίνησε και κοίταξε με αγωνία τον παπα-Θανάση.
- Ναι, ο Θεός μου τον έστειλε, είπε εκείνος και τα λόγια του καρφώθηκαν στην καρδιά του νεαρού.
- Πάτερ, δεν θα σας εγκαταλείψω ποτέ, έλεγε ο νεαρός λίγη ώρα αργότερα, όταν ο παπα-Θανάσης κλείδωνε το ναό, αφήνοντας ξανά μέσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, θα γίνω ο βοηθός σας, το παπαδάκι σας.’Ίσως έτσι με συγχωρήσει ο θεός γιά τήν ιεροσυλία πού έκανα.
-'Αμποτε, παιδί μου, να το φορέσεις το ράσο κι αληθινά, είπε ο παπα-Θανάσης και τον ευλόγησε με τα δυο του χέρια, εκείνα που πριν από λίγο κρατούσαν τον Ίδιο τον Κύριο.
Και παράξενο, ο παπα-Θανάσης είχε τη σιγουριά πως αυτό θα γινόταν κάποια μέρα!
Και ακόμα πιό παράξενο, τήν ίδια σιγουριά ένιωθε μέσα του κι ό νεαρός...

Δεν υπάρχουν σχόλια: